-
1 дефект
το ελάττωμα, η ατέλεια, η ελαττωματικότηταвыявлять - βρίσκω το -, παρουσιάζω το -обнаруживать - ανιχνεύω/βρίσκω το -устранять - εξαλείφω/διορθώνω το -скрытый - λανθάνον -, μη ορατό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дефект
-
2 чугунный
чугу́н||ныйприл τοῦ χυτοϋ, του μαντεμιοῦ, τοδ χυτοσιδήρου:\чугунныйные изделия ἀντικείμενα ἀπό μαντέμι. -
3 накат
1. стр. η επίστρωση με δοκούς 2. (дефект) το ελάττωμα (του χυτού) Закраски) το μελάνωμα.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > накат
-
4 обрезь
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обрезь
-
5 раковина
1. (дефект в отливке) η σπη-λαίωση, η κοιλότηταгазовая - ο εγκλεισμός του αερίου, η φυσαλίδα εντός μετάλλου/χυτού- σημείου2. (водопроводная) о νεροχύτης, (умывальник) о νιπτήρας 3. (твёрдый защитный покров некоторых беспозвоночных животных) το όστρακο, η κόγχη, το κοχύλι, το καύκαλο 4. (мед., анат.) η κόγχηушная - του ωτός/αυτιού 5 (телефона) το ακουστικόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > раковина
-
6 ковш
1. (мет., подъёмно-транспортных машин) о κάδοςпромежуточный мет. - ενδιάμεσος -2. мор. ο κόλπος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ковш
См. также в других словарях:
γυαλί — Με τον πολύ γενικό όρο γ. ονομάζονται υλικά σε υαλώδη κατάσταση ή στερεά διαλύματα διαφόρων πυριτικών αλάτων, ανθεκτικά στα περισσότερα χημικά αντιδραστήρια. Επεξεργασία του γ.Το διοξείδιο του πυριτίου (SiO2), ο βορικός ανυδρίτης (Β2Ο3), ο… … Dictionary of Greek
χυτός — ή, ό / χυτός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που μετά την τήξη χυτεύθηκε σε καλούπι (α. «χυτό μέταλλο» β. «χυτὸς σίδηρος», Αθήν.) 2. (για μαλλιά) αυτός που χύνεται ελεύθερα στους ώμους, που δεν έχει δεθεί ή πλεχθεί (α. «είχε τα μαλλιά της χυτά» β. «χυτὴ… … Dictionary of Greek